25.3.11

The taste issue


Τι κοινό έχει το προηγούμενο τεύχος των “Επιλογών” που ήταν αφιερωμένο στο γάμο, με το τεύχος της Κυριακής που είναι αφιερωμένο στις γεύσεις; Σας αφήνω λίγα δευτερόλεπτα να το σκεφτείτε (στο σημείο αυτό φανταστείτε ότι ακούτε το κομμάτι “The entertainer” του Σκοτ Τζοπλιν, την μουσική αναμονής που έχουν τα περισσότερα τηλεφωνικά κέντρα)...

Τέλος χρόνου. Ας το πάρει το ποτάμι. Η απάντηση είναι: το ρύζι. Στο προηγούμενο τεύχος το “φάγαμε” στο κοστούμι, στο προσεχές το απολαμβάνουμε στο πιάτο. Όσοι βρήκατε την απάντηση, σάς αξίζουν συγχαρητήρια (η αλήθεια είναι ότι ήταν πολύ εύκολο). Το μενού-υπερθέαμα των “Επιλογών” δεν περιλαμβάνει, αποκλειστικά, ρύζι αλλά οτιδήποτε τραβά η ψυχή και ο ουρανίσκος σας: από ελληνικές παραδοσιακές γεύσεις (θυμάστε το ρύζι για το οποίο έγραφα παραπάνω; Θα το απολαύσετε, μυδοπίλαφο) μέχρι noodles και σούσι. Και δεν σταματούμε εκεί. Έχουμε συνεντεύξεις με τον Γιάννη Μπουτάρη, τον μοναχό Επιφάνιο, την Ελένη Ψυχούλη και τον -πάντα επίκαιρο- Μίμη Ανδρουλάκη να μιλάει για τις γυναίκες (και όχι μόνο). Ακόμη, σάς γνωρίζουμε τα ιστορικά μαγειρεία της Θεσσαλονίκης και, χωρίς ίχνος ντροπής, ομολογούμε ότι δοκιμάσαμε τα πάντα. Δεν τα φάγαμε μαζί, τα φάγαμε μόνοι μας...

Για την χώνεψη κρατήσαμε μια ξενάγηση στην αγορά Μοδιάνο, τη Νέα Αγορά και το Καπάνι, μια περιοχή που έχει παραμείνει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Φροντίστε να φορέσετε άνετα παπούτσια γιατί θα περπατήσουμε αρκετά. Και όταν πεινάσουμε (από εδώ το πήγα, από εκεί το έφερα, πάλι στο φαγητό καταλήξαμε), καθόμαστε σε ένα από τα παραδοσιακά τσιπουράδικα για ένα ποτηράκι και κουβέντα...

Υ.Γ. Κάθε φορά που έχουμε τεύχος αφιερωμένο στο φαγητό μού έρχονται στο νου κάτι αυτοκόλλητα που έκαναν θραύση την εποχή που ήμουν παιδάκι. Απεικόνιζαν λουλούδια και κάθε φορά που τα έτριβες έβγαζαν την μυρωδιά του συγκεκριμένου λουλουδιού. Όλα τα πιτσιρίκια στο δημοτικό είχαμε γεμίσει τα τετράδιά μας με αυτά. Η τάξη μύριζε λες και είχε μπει η άνοιξη. Στο θέμα μας... Επί χρόνια προτείνω να κάνουμε τα αφιερώματα φαγητού στις “Επιλογές” scratch and sniff. Κάθε φορά που θα βλέπεις στην φωτογραφία, για παράδειγμα, ένα κοκκινιστό να την τρίβεις και να παίρνεις τζούρα κοκκινιστού. Βλέπεις παντσέτα; Τρίψιμο και τζούρα παντσέτας... Δυστυχώς, δεν βρήκα ανταπόκριση. Ίσως να είναι υπέρογκο το κόστος παραγωγής. Ίσως να μην υπάρχει ακόμη άρωμα κοκκινιστού και παντσέτας. Ποιος ξέρει; Μπορεί να φοβούνται στην διοίκηση μήπως στη συνέχεια ζητήσω να κάνουμε το τεύχος scratch and sniff and lick. Μετά το τρίψιμο, να μυρίζεις την σελίδα και στην συνέχεια να την γλύφεις για να την γευτείς. Χμμμμμμ... Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα;  

24.3.11

Cliffhanger

Φωτογραφία από το “Zorro Rides Again”, που γυρίστηκε το 1937.
Ο Τζον Κάρολ υποδυόταν τον εγγονό τού αυθεντικού Ζορρό.

Τη δεκαετία του 1920, οι παραγωγοί του Χόλιγουντ είχαν μια φαεινή ιδέα, για να προσελκύσουν σταθερό κοινό στις σκοτεινές αίθουσες -και, φυσικά, για να αυξήσουν τα έσοδά τους. Η ιδέα ονομαζόταν “κινηματογραφικά σήριαλ”. Ήταν ταινίες δεκάλεπτης διάρκειας σε συνέχειες, τις οποίες πρόβαλλαν πριν από κάθε μεγάλου μήκους ταινία. Το ιδιαίτερο της ιστορίας ήταν ότι, στο τέλος κάθε επεισοδίου, ο πρωταγωνιστής βρισκόταν αντιμέτωπος με τον θάνατο. Τη μία φορά θα ήταν παγιδευμένος σε ένα δωμάτιο που ανατιναζόταν, την άλλη φορά θα τον έδεναν οι “κακοί” και θα τον πετούσαν στο ποτάμι…

Παρότι μπορούσες να στοιχηματίσεις άφοβα όλη την περιουσία σου ότι ο ήρωας δεν επρόκειτο να πεθάνει, επί μία ολόκληρη εβδομάδα σε “έτρωγε” η αγωνία για τον τρόπο με τον οποίο θα κατάφερνε να ξεγελάσει τον θάνατο. Ο τρόπος σωτηρίας του ήταν πάντοτε βλακώδης (τουλάχιστον για τα σημερινά δεδομένα). Παραθέτω το απαραίτητο παράδειγμα: ο σκύλος του πρωταγωνιστή αντιλαμβάνεται ότι το αφεντικό του βρίσκεται σε κίνδυνο, μπαίνει από μια μικρή οπή στο δωμάτιο στο οποίο βρίσκεται φυλακισμένος και, με αυτοθυσία, απομακρύνει έγκαιρα τον δυναμίτη. Μεγάλο παραμύθι, αλλά και μεγάλη απόλαυση...

Το συγκεκριμένο είδος γνώρισε μεγάλη άνθηση στις δεκαετίες του 1930 και του 1940. Τότε δημιουργήθηκαν αριστουργήματα, με πρωταγωνιστές τον Ζορρό (και τη Ζορρό), τον Φλας Γκόρντον, τον Φάντομ, τον Ντικ Τρέισι και άλλους. Στην Ελλάδα είδαμε τα σήριαλ -στην τηλεόραση και όχι στον κινηματογράφο- με καθυστέρηση 40-50 χρόνων. Τα σαββατιάτικα απογεύματα της δεκαετίας του 1980 ήταν απόλαυση. Μόλις τελείωσαν τα σήριαλ, η ΕΡΤ (ή μήπως ήταν η ΥΕΝΕΔ;) αποφάσισε να προβάλει τα άπαντα του Τζόνι Βάισμίλερ ως “Ταρζάν”.

Και αφού τελείωσα με τον πρόλογο, περνάω στο θέμα -και “καπάκι” στον επίλογο: στο τεύχος του “live!” της περασμένης Κυριακής κάναμε αφιέρωμα στη Θέρμη. Αυτήν την Κυριακή, επιστρέφουμε για το sequel. Δεν είχαμε cliffhanger (το αγωνιώδες τέλος των σήριαλ), έχουμε όμως να σας δείξουμε κι άλλα “best-of”. Απολαύστε τα!


19.3.11

Η ζωή μου κύκλους κάνει


Νομίζω ότι δεν υπάρχει καλύτερος χαρακτηρισμός που να περιγράφει τα μαθητικά μου χρόνια από την λέξη “αμαρτωλά”. Σε αντίθεση με την συμπεριφορά μου που ήταν η καλύτερη που θα μπορούσε να έχει ένας μαθητής, οι επιδόσεις μου στα μαθήματα ισορροπούσαν ανάμεσα στην μετριότητα και το “μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας”. Μετρούσα αντίστροφα την ώρα που απέμενε για το διάλειμμα (θυμάμαι τα λεπτά να κυλούν βασανιστικά αργά), κοίταζα επί ώρες τις σελίδες του βιβλίου χωρίς να αποστηθίζω ούτε μία παράγραφο (σε αντίθεση με την ευκολία αφομοίωσης οποιασδήποτε εξωσχολικής πληροφορίας), μισούσα θανάσιμα τις εκθέσεις και με έπιανε αβάσταχτη μελαγχολία το απόγευμα της Κυριακής. Ήθελα να ξεμπερδέψω με την εκπαίδευση και να μην καθίσω ποτέ ξανά σε θρανίο. Και για ένα μεγάλο διάστημα το κατάφερα...

Μετά από δεκατέσσερα χρόνια στην δημοσιογραφία και αφού είχα την ευκαιρία να δοκιμαστώ στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και -φυσικά- στα έντυπα (τι έγραφα παραπάνω για τις εκθέσεις του σχολείου; Καμία σχέση), μού έγινε η πρόταση να διδάξω σε ιδιωτικό ΙΕΚ της Θεσσαλονίκης. Την έκρινα ως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα καθώς μπορούσα να ασκήσω το αντικείμενο της δουλειάς μου από διαφορετικό μετερίζι, να αποκτήσω εμπειρίες σε έναν νέο (και άγνωστο) χώρο και να προετοιμάσω τους αυριανούς συναδέλφους ώστε να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους όταν βγουν στην αγορά εργασίας. Όμως, η ζωή μας κύκλους κάνει και -ενίοτε- παίζει και παράξενα παιχνίδια. Δεν ήθελα να καθίσω ξανά σε θρανίο και βρέθηκα να κάθομαι σε έδρα. Δεν ήθελα να έχω σχέση με τους δασκάλους μου (εντός σχολικής αίθουσας – χαίρομαι αφάνταστα όταν τους συναντώ στον δρόμο) και βρέθηκα να διδάσκω. Κάνω την αυτοκριτική μου: Δεν τους ταλαιπώρησα ποτέ. Δεν είχα όμως καταλάβει και το έργο που επιτελούσαν. Δεν γνωρίζω ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα σχολεία και ποια είναι η σχέση των καθηγητών με τους μαθητές. Μπορώ όμως να πω -έστω και με μεγάλη καθυστέρηση- ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στους ανθρώπους που με δίδαξαν και να συμφωνήσω με τα λόγια του Μεγάλου Αλέξανδρου: “Στους γονείς μου οφείλω το ζην και στον δάσκαλό μου το ευ ζην”.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε την Πέμπτη 10 Μαρτίου στην οδό αγίας Θεοδώρας κατά την διάρκεια της πρώτης ημέρας εξωτερικών γυρισμάτων στο πλαίσιο του μαθήματος “Οργάνωση – παραγωγή τηλεοπτικής εκπομπής”. Αν όλα πάνε σύμφωνα με τον προγραμματισμό, σύντομα θα έχουμε και οπτικό υλικό για να δείξουμε. Υπομονή!

17.3.11

Θέρμη

Όταν πριν από ένα-δύο χρόνια ένας καλός μου φίλος μού εκμυστηρεύτηκε τη σκέψη του να πάρει γυναίκα και παιδιά και να μετακομίσει στη Θέρμη, απόρησα. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιον λόγο επιθυμεί κάποιος να “απαρνηθεί” τη Θεσσαλονίκη, να αφήσει το ευρύχωρο διαμέρισμά του στην Αγίας Σοφίας και τις ευκολίες που του παρέχει το κέντρο της πόλης -στις οποίες, σημειωτέον, θα προστεθεί αύριο-μεθαύριο (έχει ο Θεός) κι ένας σταθμός του μετρό.

Η απάντηση στο ερώτημά μου δόθηκε, όταν ο Δημήτρης μετακόμισε τελικά στη Θέρμη και έφτασε η ώρα να τον επισκεφτώ για το μεγάλο φαγοπότι, με αφορμή τη νέα ζωή που ξεκινούσε μακριά (που λέει ο λόγος) από τη Θεσσαλονίκη. Για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια αντίκρισα και πάλι την εικόνα παιδιών που παίζουν ξέγνοιαστα στον δρόμο. Ήταν κάτι που το είχα ξεχάσει. Για την ακρίβεια, είχα να το δω από την εποχή που έπαιζα μήλα, τζαμί και κρυφτό στη γειτονιά μου. Κι από τότε πέρασαν πολλά χρόνια...

Στο “
live!” της Κυριακής κάνουμε μια βόλτα στην Θέρμη και διαπιστώνουμε ότι, παρά την αύξηση του πληθυσμού και τη μεγάλη οικιστική της ανάπτυξη, η πόλη διατήρησε τα χαρακτηριστικά που είχε πριν από δεκαετίες: την ησυχία, τη ζεστασιά των κατοίκων της, την άριστη ποιότητα ζωής. Και για επιδόρπιο σάς παρουσιάζουμε τα "best of".

10.3.11

Live green!


Μια φορά κι έναν καιρό -φαντάζει σαν παραμύθι πια-, ήμουν μικρό παιδάκι. Εκείνη την ανέμελη εποχή, οι γονείς μου με έπαιρναν τα ανοιξιάτικα πρωινά του Σαββάτου και της Κυριακής και κάναμε κοντινές εκδρομές στη φύση. Με πήγαιναν όπου υπήρχε πράσινο, καθαρός αέρας και άπλετος χώρος, για να παίξει με ασφάλεια το ξεσαλωμένο πιτσιρίκι τους: πότε στο φράγμα της Θέρμης, πότε στο Σέιχ Σου, πότε στο δέλτα του Αξιού. Απαραίτητος εξοπλισμός, το καρό τραπεζομάντιλο και τα ταπεράκια (με τα κεφτεδάκια), για να φάει το παιδί (και όχι μόνο).

Αυτό που δεν μπορούσα να εκτιμήσω τότε ήταν η ομορφιά του τοπίου και η υπέροχη -σε εκνευριστικό βαθμό- ησυχία που επικρατούσε μέχρι να αρχίσω να παίζω. Είμαι σίγουρος ότι οι τσαλαπετεινοί, οι βαρβάρες (είδος πάπιας), οι μελισσοφάγοι, οι χαλκόκοτες και οι άλλοι κάτοικοι τής περιοχής με μισούσαν αφάνταστα. Και παρότι αναστάτωσα την καθημερινότητά τους, η παρουσία τής οικογένειάς μου πέρασε «απαρατήρητη». Δεν αφήσαμε ποτέ ένα ίχνος της παρουσίας μας. Κι αυτό δεν μπορούν να το ισχυριστούν όλοι...

Αρκετά χρόνια αργότερα πέρασα και πάλι από την περιοχή στην οποία έπαιζα μικρός. Η εικόνα που αντίκρισα (σε ορισμένα σημεία) ήταν αποκαρδιωτική. Υπήρχαν σκουπίδια -όχι απαραίτητα προϊόντα ανθρώπινης παρέμβασης-, που καταστρέφουν την εικόνα της περιοχής, την υποβαθμίζουν. Και το αισθητικό δεν είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα: το περιβαλλοντικό κόστος είναι ακόμη μεγαλύτερο.

Αν λοιπόν νοιάζεστε για την φύση, ήρθε η ώρα να αναλάβετε δράση. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, ο Φορέας Διαχείρισης του Δέλτα Αξιού - Λουδία - Αλιάκμονα, σε συνεργασία με τον δήμο Δέλτα και τοπικούς συλλόγους και οργανώσεις τής Θεσσαλονίκης, οργανώνουν εθελοντικούς καθαρισμούς σε τέσσερα διαφορετικά σημεία του εθνικού πάρκου -και μας προσκαλούν να λάβουμε μέρος. Στο "Live!" νοιαζόμαστε για την φύση και την προστασία της και αποφασίσαμε να κάνουμε ένα μεγάλο θέμα για την σημαντική προσπάθεια που αρχίζει την Κυριακή 13 Μαρτίου. Το ραντεβού είναι στις 10 το πρωί στο πάρκο Γαλλικού ποταμού. Φορέστε γάντια, αναπαυτικά παπούτσια και ξεχυθείτε να καθαρίσουμε την περιοχή. Και αμέσως μετά θα αρχίσει το πάρτι για τα πιτσιρίκια (δεν χαλάω την έκπληξη). Λεπτομέρειες, στο τεύχος της Κυριακής...

3.3.11

Fest Doc 13



Η σχέση λατρείας που έχω αναπτύξει με τον κινηματογράφο άρχισε την εποχή που ήμουν παιδάκι του δημοτικού (πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έρχονταν στο σχολείο, κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, υπάλληλοι των σινεμά της περιοχής και μοίραζαν φυλλάδια με την ταινία που θα πρόβαλλαν το πρωινό της Κυριακής. Το χαρτί τους ήταν πολύ λεπτό, πάντα μονόχρωμο (συνήθως γαλάζιο, πορτοκαλί ή πράσινο) και η εκτύπωση κακή. Το ίδιο και η αισθητική του γραφίστα. Οι ταινίες δεν ήταν κακές. Δεν ήταν, όμως, και πρώτης προβολής. Ίσως να μην ήταν ούτε δεύτερης... Το αποτέλεσμα ήταν να παρακολουθούμε φιλμ που γυρίστηκαν πριν από μία δεκαετία. Τι σημασία είχε, όμως; Ως πιτσιρικάδες, μπορούσαμε να δούμε τα πάντα. Αρκεί να ήταν γρήγορη και να έπεφτε ξύλο...

Τη δεκαετία του 1980, για να σε χαρακτηρίσει κάποιος «μάγκα», έπρεπε να έχεις μοτοσικλέτα (και να μπορείς να κάνεις σούζες) ή να πηγαίνεις καράτε. Ο ξάδερφός μου έκανε το δεύτερο. Θεωρώντας, προφανώς, ότι ο δάσκαλός του δεν είχε τις γνώσεις του Μπρους Λι, άρχισε την εντατική παρακολούθηση ταινιών καράτε, μπας και ξεπατικώσει κάποια κίνηση. Και ποιον θα έπαιρνε μαζί του; Μα, φυσικά, το μικρό του ξαδερφάκι. Στη γειτονιά μου υπήρχε ο κινηματογράφος «Δήμητρα». Ήταν σινεμά β’ προβολής και με ένα πενηντάρικο μπορούσες να παρακολουθήσεις δύο ταινίες. Η μία ήταν πάντοτε καράτε, με άκρως ευρηματικούς τίτλους τύπου «Οι ατσαλένιες γροθιές του Χονγκ Κονγκ», «Κίτρινη απειλή» και «Η εκδίκηση των Σαολίν», ενώ η δεύτερη, περιπέτεια. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι ο κινηματογράφος ήταν κατάμεστος από άντρες... Γυναίκα δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Αν έβλεπες κάποια, θα είχε πάει για να κρυφτεί από τις φίλες της. Ακόμη και το FBI δεν θα την αναζητούσε εκεί... Όταν τελείωναν οι προβολές, όλοι οι πιτσιρικάδες έκαναν μεταξύ τους κινήσεις καράτε και έβγαζαν άναρθρες κραυγές. Ο ξάδερφός μου δεν έμαθε ποτέ καράτε, εγώ όμως για μία διετία πήρα γερή δόση κινηματογράφου.

Τα χρόνια πέρασαν, αλλά ο κινηματογράφος ήταν πάντα εκεί. Μόνο που πλέον δεν ήταν αποκλειστικά πηγή διασκέδασης, αλλά και προβληματισμού. Μπορείτε να φανταστείτε, λοιπόν, την ικανοποίηση που πήρα όταν ανακάλυψα το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ (δεν το παρακολούθησα από την πρώτη χρονιά). Χάρη στην υπομονή, την επιμονή, την έρευνα και το ταλέντο κάποιων ανθρώπων, ο πραγματικός κόσμος, ο κόσμος τού χθες ή του σήμερα, κοντινός ή μακρινός, ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να τον γνωρίσουμε και να μας εκπαιδεύσει - ενημερώσει. Πέρυσι, συγκινήθηκα (και θύμωσα) βλέποντας το ντοκιμαντέρ «Λεηλατώντας μια ματωμένη χώρα» του Τάκη Παπαγιαννίδη, που αναφερόταν στις τεράστιες καταστροφές της πολιτιστικής κληρονομιάς στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Έμαθα για γεγονότα για τα οποία δεν θα μπορούσα να μάθω διαφορετικά...

Δεν θα μπορούσαμε, λοιπόν, να μην ασχοληθούμε στο «live!» της Κυριακής με έναν τόσο σημαντικό θεσμό για την πόλη. Ξεφυλλίστε τις σελίδες του και ενημερωθείτε για τα αφιερώματα και τις ταινίες που θα προβληθούν στο 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Καλό προβληματισμό.

2.3.11

The wedding issue

Χαίρομαι που η μητέρα μου δεν μπορεί να σερφάρει στο Ίντερνετ και, κατά συνέπεια, να διαβάσει αυτά που γράφω στο μπλογκ μου. Για να είμαι απόλυτα ακριβής, χαίρομαι που ούτε ο πατέρας, οι θείες, οι θείοι, κάτι μακρινοί συγγενείς, ο κυρ-Στέφανος (ο ηλικιωμένος κύριος που κατοικεί στο απέναντι από το δικό μου διαμέρισμα) μπορούν να σερφάρουν στο Ίντερνετ. Ευτυχώς! Γιατί, αν γνώριζαν ότι το 701ο τεύχος των “Επιλογών” είναι αφιερωμένο στον γάμο, τότε θα άρχιζαν και πάλι να ψάλλουν τα γνωστά τροπάρια: “Άντε, βρε αγόρι μου, να παντρευτείς, να δούμε κανένα εγγονάκι”, “Άντε, να χορέψουμε, τώρα που μας κρατούν τα πόδια μας” ή “Άντε, να φαμε λίγη τούρτα κι από σένα”.
 
Σε ό,τι έχει να κάνει με το πρώτο “τροπάριο”, δεν έχω επιχειρήματα για να το αντικρούσω. Όσο όμως σκέφτομαι ότι οι συγγενείς περιμένουν να παντρευτώ, για να χορέψουν, να πετάξουν ρύζι ή να φάνε τούρτα, τότε πραγματικά τρελαίνομαι. Και -δυστυχώς- οι εξυπνάδες υπεκφυγής τύπου “αν θέλετε τραγούδια και πανηγύρια, να σας πάω ένα βράδυ στον Πουλόπουλο” (σ.σ.: ξέρω ότι έχει χρόνια να εμφανιστεί σε νυχτερινό μαγαζί, αλλά πού να ξέρουν οι θείες τον Χατζηγιάννη και τον Ρέμο) δεν πιάνουν πια. Οπότε, κάθομαι και ακούω τις ψαλμωδίες… Και να σκεφτεί κανείς ότι τα παραπάνω γράφονται από έναν “βετεράνο” των γάμων, από κάποιον που έχει παντρέψει τρία ζευγάρια (και έχει κάνει και μία βάφτιση) και έχει γράψει άπειρα κείμενα για τον θεσμό, επί μία δεκαετία που αρθρογραφεί στις “Επιλογές”. Κι όσο γράφεις, μαθαίνεις...

Και επιστρέφω σ’ αυτό που έγραφα στην αρχή: μπορεί οι συγγενείς να μην ξέρουν να σερφάρουν στο διαδίκτυο, ξέρουν όμως να διαβάζουν περιοδικά. Κι αυτήν την Κυριακή θα διαβάσουν το αφιέρωμα στον γάμο. Και θα τους αρέσει! Και θα αρχίσει ο εξάψαλμος. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον...